Σίμων

Σίμων
I
Όνομα διαφόρων ιστορικών προσώπων.
1. Ο Ιππιατρικός. Αθηναίος που έζησε στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. και είχε γράψει Περί ιππικής. Οι γνώμες του πάνω σ’ αυτό το θέμα θεωρούνταν μεγάλου κύρους, και ο Ξενοφών έχει επαινέσει την παρατηρητικότητα του και την ακριβολογία του.
2. Φιλόσοφος, μαθητής του Σωκράτη. Ήταν σκυτοτόμος (υποδηματοποιός) και είχε εργαστήριο όπου, κατά το Διογένη το Λαέρτιο, σύχναζε ο Σωκράτης. Ο Σ. κρατούσε σημειώσεις από τις διάφορες συζητήσεις που γίνονταν εκεί και έγραψε 33 σκυτικούς, όπως αποκαλούνται διάλογους.
3. Κληρονομικός αρχιερέας, στρατηγός και εθνάρχης των Ιουδαίων (142-135 π.Χ.). Ήταν αδελφός του Ιούδα Μακκαβαίου και είχε εξαιρετικές πολιτικές και διοικητικές ικανότητες. Στα χρόνια του, η αρχιερατική δυναστεία που ίδρυσε ο αδελφός του Ιωνάθαν, αναγνωρίστηκε επίσημα από το Σελευκίδη Δημήτριο B’ και από τη Ρώμη. Δολοφονήθηκε από το Σύρο στρατηγό Πτολεμαίο και διάδοχος του ανακηρύχτηκε ο ικανότατος γιος του Ιωάννης Υρκανός A’.
4. Αρχιεπίσκοπος στη Θήβα, που έζησε το 14o αι. και έγραψε ύμνους στον αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό.
5. Γιατρός του τέλους του 13ου και των αρχών του 14ου αι. Έγραψε για τις θεραπευτικές ιδιότητες των φυτών. Ήταν γιατρός των παπών Νικόλαου Δ’ (1288-1292) και Βονιφάτιου H’ (1294-1303).
II
Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ένας από τους 12 απόστολους. Ονομαζόταν και Ζηλωτής γιατί, ίσως, ήταν μέλος της θρησκευτικοπολιτικής ιουδαϊκής οργάνωσης των Ζηλωτών πριν γίνει απόστολος του Ιησού. Επίσης αναφέρεται και ως Καναΐτης ή γιατί καταγόταν από την Κανά ή γιατί η λέξη αυτή στην αραμαϊκή σημαίνει ζηλωτής. Κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Περσία και στην Αίγυπτο, όπου και μαρτύρησε. Μερικοί υποστηρίζουν ότι μαρτύρησε στην Αγγλία, αλλά χωρίς επιβεβαίωση. Η αρχαία παράδοση τον ταύτισε με το Σ. αδελφό (εξάδελφο) του Ιησού, που είχε διοικήσει την Εκκλησία της Ιερουσαλήμ από το 62 ως το 107, μαρτυρώντας σε ηλικία 120 ετών. Η μνήμη του τιμάται τη 10η Μαΐου.
2. Ιδρυτής της μονής Σίμωνος Πέτρας στον Άθω. Η μνήμη του τιμάται την 28η Δεκεμβρίου.
Ο Άγιος Σίμων, ένας από τους δώδεκα απόστολους, γλυπτό σε μάρμαρο του Φραντσέσκο Μοράτι, έργο του 18ου αι., (Άγιος Ιωάννη, Λατερανό).
* * *
(I)
ὁ, Α
1. όνομα ενός από τους Τελχίνες
2. συνεκδ. αυτός που μαζί με άλλους κάνει το κακό («οἶδα Σίμωνα καὶ Σίμων ἐμέ», Ζηνόβ.)
3. ονομασία ριξιάς στο παιχνίδι τών κύβων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. σīμός*, αν και το βραχύ -ĭ- τού τ. παραμένει δυσερμήνευτο].
————————
(II)
ο, ΝΜΑ
(ο επιλεγόμενος Μάγος) εκπρόσωπος τού Γνωστικισμού, μάγος και αιρεσιάρχης τών αποστολικών χρόνων, ο οποίος αποδοκιμάστηκε από τον απόστολο Πέτρο επειδή προσπάθησε να εξαγοράσει με χρήματα τη δύναμη τής χάριτος τού Αγίου Πνεύματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σίμων — a confederate in evil masc nom/voc sg Σί̱μων , Σῖμος Flat nose masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμων' — Σίμωνα , Σίμων a confederate in evil masc acc sg Σίμωνι , Σίμων a confederate in evil masc dat sg Σίμωνε , Σίμων a confederate in evil masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιμῶν — σῑμῶν , σιμός snub nosed fem gen pl σῑμῶν , σιμός snub nosed masc/neut gen pl σῑμῶν , σιμόω turn up the nose pres part act masc voc sg (doric aeolic) σῑμῶν , σιμόω turn up the nose pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) σῑμῶν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμων — σί̱μων , σιμόω turn up the nose imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σί̱μων , σιμόω turn up the nose imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμων ο Μάγος — Σύγχρονος του Ιησού (1ος αι. μ.Χ.), από τη Σαμάρεια ή την Κύπρο, μάγος και αιρετικός του χριστιανισμού. Παρακολουθώντας το κήρυγμα του Φίλιππου στη Σαμάρεια, ο Σ. πείστηκε ότι ο χριστιανισμός ήταν ισχυρότερος από τη μαγική δύναμη και βαφτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Καράς, Σίμων — (Στροβίτσι Ηλείας 1903 – Αθήνα 1999). Μουσικολόγος, λαογράφος και συγγραφέας. Μολονότι σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη της ελληνικής μουσικής. Από νεαρή ηλικία μυήθηκε στα ηρωικά τραγούδια, ενώ έμαθε… …   Dictionary of Greek

  • Φαβάρ, Κάρολος Σίμων — (Favart, 1710 – 1792). Γάλλος δραματικός συγγραφέας. Διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στο θέατρο και βοήθησε αποφασιστικά στην εξέλιξη του γαλλικού κωμειδυλλίου. Εξάλλου θεωρείται και ο δημιουργός της μουσικής κωμωδίας. Ζαχαροπλάστης στο επάγγελμα,… …   Dictionary of Greek

  • Σίμωνα — Σίμων a confederate in evil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμωνας — Σίμων a confederate in evil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμωνες — Σίμων a confederate in evil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”